σεπέ
(ουσ. ουδ.)
σ̑επέ
[ʃeˈpe]
Ανακ., Ουλαγ., Φλογ.
σ̑απέ
[ʃaˈpe]
Μισθ.
σ̑εb-bέ
[ʃeˈb:e]
Φλογ.
Πληθ.
σ̑επέδια
[ʃeˈpeðʝa]
Ανακ.
σ̑επ-πέγια
[ʃepˈpeʝa]
Αξ.
σ̑επέα
[ʃeˈpea]
Ουλαγ.
σ̑απέια
[ʃaˈpeia]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şepe = ψωμί από ζύμη χωρίς μαγιά.
Μικρό άζυμο και λεπτό ψωμάκι σαν πίτα, σκέτο ή ζυμωμένο με τυρί
ό.π.τ.
:
Εμέ κόλλα με ερυό τρία σ̑επέα
(για μένα ψήσε δύο τρία άζυμα ψωμάκια)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τσάρπιναμ' ντά σ̑απιάϊα σου τουντούρ’
(ψήναμε τα ψωμιά στο ταντούρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Καργιά έκρεψεν, δώκ' ένα τυριού σεπέ και να φάω
(Το επιθύμησα έντονα, δώσε μου ένα τυρόψωμο να φάω)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Πβ.
λαβάσι, φτενός