ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεπέ (ουσ. ουδ.) σ̑επέ [ʃeˈpe] Ανακ., Ουλαγ., Φλογ. σ̑απέ [ʃaˈpe] Μισθ. σ̑εb-bέ [ʃeˈb:e] Φλογ. Πληθ. σ̑επέδια [ʃeˈpeðʝa] Ανακ. σ̑επ-πέγια [ʃepˈpeʝa] Αξ. σ̑επέα [ʃeˈpea] Ουλαγ. σ̑απέια [ʃaˈpeia] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şepe = ψωμί από ζύμη χωρίς μαγιά.
Μικρό άζυμο και λεπτό ψωμάκι σαν πίτα, σκέτο ή ζυμωμένο με τυρί ό.π.τ. : Εμέ κόλλα με ερυό τρία σ̑επέα (για μένα ψήσε δύο τρία άζυμα ψωμάκια) Ουλαγ. -Dawk. Τσάρπιναμ' ντά σ̑απιάϊα σου τουντούρ’ (ψήναμε τα ψωμιά στο ταντούρι) Μισθ. -Κοτσαν. Καργιά έκρεψεν, δώκ' ένα τυριού σεπέ και να φάω (Το επιθύμησα έντονα, δώσε μου ένα τυρόψωμο να φάω) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Πβ. λαβάσι, φτενός