σεργιανίζω
(ρ.)
σεργιανίζω
[serʝaˈnizo]
Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
σεργιανίζου
[serʝaˈnizu]
Μισθ.
σεργανίζω
[serɣaˈnizo]
Τελμ.
σεργιανίεις
[[serʝaˈniis]
Μισθ.
Από το νεότ. ρ. σεργιανίζω = διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι το θέαμα (βλ. Δουκ. λ. σιργιενί: «σιργιανίζειν, gaudere, γήθεσθαι» και Mackridge 2021, λ. σεργιανίζω). Η λ. από το νεότ. ουσ. σεργιάνι (< τουρκ. < περσ. seyran = α) εκδρομή, ταξίδι αναψυχής β) θέαση, παρακολούθηση θεάματος). Η σημ. 2 από την κοινή ν.ε.
1. Αγναντεύω, παρακολουθώ θέαμα
ό.π.τ.
:
Χέκι δου ντεετσιού στράδα απάν’, κάτσι να σεργιανίεις
(Βάλε το εκεί (ενν. την καρέκλα) πάνω στον δρόμο, κάθισε να κόβεις κίνηση)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μαζ̑ευόταν κόσμος πολύς να σεργανίσει και έκοβαν μπαχά
(Μαζευόταν πολύς κόσμος να δει το θέαμα (ενν. τις φωτιές του Αγίου Ιορδάνη) και έκοβαν εισιτήριο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σεργιανίζ' άδεια
(Χαζεύει άεργος)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Εδό τζαι συ ντάμα μου να σεριανείς του χωρού τα κουμάσα»
(Έλα κι εσύ μαζί μου να αγναντέψεις τα κοτέτσια του χωριού (ενν. από το δώμα))
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Ασμ.
Και κόρη μ’ Δεσποινή να ανεβεί σο υψηλότερ’ ερημήτσι να σεργιανίσ̑’ το τι χάλ’ παλαίεις με το αρκούδι
(Και η κόρη μου η Δεσποινή να ανέβει στο υψηλότερο γκρεμό/ ερημωμένο τόπο να δει πώς παλεύεις με την αρκούδα)
Τελμ.
-Αινατζ.
2. Κάνω περίπατο, βολτάρω
Μισθ.