σερίνι
(επίθ.)
σερίνι
[seˈrini]
Φάρασ.
σερίν'
[seˈrin]
Μαλακ., Τροχ.
σα̈ρίν
[sæˈrin]
Μισθ.
Πληθ.
σερίνια
[seˈriɲa]
Ανακ., Μαλακ., Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. serin = α) δροσερός β) (διαλεκτ. σημ.) ως ουσ. η βραδινή ψύχρα.
1. Δροσερός
Μισθ., Φάρασ.
:
Φέρ’ να σα̈ρίν λερό
(φέρε μου ένα δροσερό νερό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
κρυούτσικος
β.
Στον πληθ., η δροσιά
Ανακ., Τροχ.
:
Σερίνια έχουμ’ απόψε
(δροσιά έχουμε απόψε
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
3. Πάχνη
Ανακ.
:
Σερίν έπεσεν
(Έπεσε πάχνη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πιάν' τα σερίν τα εκ͑ίνια
(Τα πιάνει δροσιά, πάχνη τα σπαρτά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
αγιάζι :2, κουραούς, κουρτζίς, πάχνη
4. Δροσερός άνεμος
Τροχ.
5. Ως επίρρ., δροσερά
Σίλ.
:
Σερίνια σερίνια εστά
(Φυσάει δροσερά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6