σερμάτημα
(ουσ. ουδ.)
σερμάτημα
[serˈmatima]
Φάρασ.
Από το θ. σερματη- του ρ. σερματίζω, όπου και τύπ. σερματώ, με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Το σύρσιμο
Φάρασ.