σερνικλαντώ
(ρ.)
σερνικλαdώ
[serniklaˈdo]
Αξ.
Αόρ.
σερνικλάτ'σ̑α
[serniˈklatʃa]
Αξ.
Από το επίθ. σερνικός και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Τροποποιήθηκε: 02/12/2025