ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερνικώνω (ρ.) σερνικώνω [serˈnikono] Γούρδ. Από το νεότ. ρ. ἀρσενικώνομαι = γεννιέμαι αρσενικός. Για την σημ. πβ. και ΙΛΝΕ (λ. ἀρσενικεύω ΙΙ, ἀρσενίκιν).
1. Ανδρώνομαι, ενηλικιώνομαι Γούρδ.
2. Στο γ΄ εν., για φυτό, γίνεται αρσενικό, δηλ. μεγαλώνει ο ανθοφόρος βλαστός : Τα κρομμύγια ξέβαλαν γουλιά και σερνίκωσαν, άλλο δεν ντρώγονdαι (τα κρεμμύδια έβγαλαν γουλιά και έγιναν αρσενικά, δεν τρώγονται πια) Γούρδ. -Καράμπ.