σερνικώνω
(ρ.)
σερνικώνω
[serˈnikono]
Γούρδ.
Από το νεότ. ρ. ἀρσενικώνομαι = γεννιέμαι αρσενικός. Για την σημ. πβ. και ΙΛΝΕ (λ. ἀρσενικεύω ΙΙ, ἀρσενίκιν).
1. Ανδρώνομαι, ενηλικιώνομαι
Γούρδ.
2. Στο γ΄ εν., για φυτό, γίνεται αρσενικό, δηλ. μεγαλώνει ο ανθοφόρος βλαστός
:
Τα κρομμύγια ξέβαλαν γουλιά και σερνίκωσαν, άλλο δεν ντρώγονdαι
(τα κρεμμύδια έβγαλαν γουλιά και έγιναν αρσενικά, δεν τρώγονται πια)
Γούρδ.
-Καράμπ.