ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερσέμης (επίθ.) σερσέμης [serˈsemis] Σινασσ. σερσέμι [serˈsemi] Φάρασ. σα̈ρσα̈́μι [særˈsæmi] Αφσάρ., Τσουχούρ. σερσέμ’ [serˈsem] Αραβαν., Φάρασ. σαρσάμ [sarˈsam] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. σερσέμης (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ. 3.20.2700 «τόσον αὐτὸς ἐμάκρυνεν, ἔφευγ’ ἀπὸ κοντά μου, ὁποὺ σερσέμης ἔγινα, τέντωσαν ὄμματά μου»), το οπ. από το τουρκ. sersem = ζαλισμένος, απερίσκεπτος (< περσ. sersām).
1. Αργοκίνητος και συνεκδ. ανόητος, χαζός Αραβαν., Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ. : Και να με φέρεις τα παρέγια, μπακαλίμ, σερσέμ ντιάβολος, να bορέειζ μι; (και να μου φέρεις τα χρήματα, για να δούμε, χαζέ διάβολε, μπορείς; ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Αυτός που περιφέρεται άσκοπα Σινασσ.