ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερσερής (επίθ.) σερσερής [serseˈris] Μισθ., Σινασσ. σερσερί [serseˈri] Μαλακ. σεφσερής [sefseˈris] Φάρασ. Θηλ. σεφσερίσα [sefseˈrisa] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. serseri =αλήτης, αλανιάρης. Οι τύπ. σεφσ- ίσως με επίδρ. του τουρκ. διαλεκτ. sevseri = μάταιος ή şevşeri = στραβός, λοξός.
1. Ανισόρροπος, ελαφρόμυαλος, ανόητος ό.π.τ. : Τ' είν' ντου γκιαλαdζεύεις, βρέ σερσερή; (Τι είναι αυτά που λες, βρε ελαφρόμυαλε;) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. λαφρός
2. Αλήτης Φάρασ.
3. Μέθυσος Σινασσ.