σερσερής
(επίθ.)
σερσερής
[serseˈris]
Μισθ., Σινασσ.
σερσερί
[serseˈri]
Μαλακ.
σεφσερής
[sefseˈris]
Φάρασ.
Θηλ.
σεφσερίσα
[sefseˈrisa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. serseri =αλήτης, αλανιάρης. Οι τύπ. σεφσ- ίσως με επίδρ. του τουρκ. διαλεκτ. sevseri = μάταιος ή şevşeri = στραβός, λοξός.
1. Ανισόρροπος, ελαφρόμυαλος, ανόητος
ό.π.τ.
:
Τ' είν' ντου γκιαλαdζεύεις, βρέ σερσερή;
(Τι είναι αυτά που λες, βρε ελαφρόμυαλε;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
λαφρός
2. Αλήτης
Φάρασ.
3. Μέθυσος
Σινασσ.