ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερσεμλεντίζω (ρ.) σερσεμλεdίζου [sersemleˈdizu] Φάρασ. σερσεμλατώου [sersemlaˈtou] Φάρασ. Αόρ. σερσεμλέd’σα [sersemˈledsa] Φάρασ. Από τον αόρ. sersemledi του τουρκ. ρ. sersemlemek = ζαλίζομαι, ζαβλακώνομαι. Ο τύπ. σερσεμλατώου κατά τα ρ. σε με αηχοπ. [d] > [t].
Ζαβλακώνομαι ό.π.τ. Συνών. ζαλίζω :1, σαβλακώνω, τσανίζω, χαραφλαντίζω