σερσεμλεντίζω
(ρ.)
σερσεμλεdίζου
[sersemleˈdizu]
Φάρασ.
σερσεμλατώου
[sersemlaˈtou]
Φάρασ.
Αόρ.
σερσεμλέd’σα
[sersemˈledsa]
Φάρασ.
Από τον αόρ. sersemledi του τουρκ. ρ. sersemlemek = ζαλίζομαι, ζαβλακώνομαι. Ο τύπ. σερσεμλατώου κατά τα ρ. σε -ώ με αηχοπ. [d] > [t].