ζαλίζω
(ρ.)
ζαλίζου
[zaˈlizu]
Μισθ.
Παθ.
ζαλίζουμαι
[zaˈlizume]
Γούρδ.
ζαλίζουμου
[zaˈlizumu]
Σίλ.
ζαλίζουμου
[zaˈlizumu]
Σίλ.
ζαλιζιέμι
[zalizˈʝemi]
Μισθ.
Αόρ.
ζαλίστα
[zaˈlista]
Γούρδ.
ζαλίσκα
[zaˈliska]
Σίλ.
Μτχ.
ζαλισμένο
[zaliˈzmeno]
Γούρδ.
Μεσν. ρ. ζαλίζω.