ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαλίζω (ρ.) ζαλίζου [zaˈlizu] Μισθ. Παθ. ζαλίζουμαι [zaˈlizume] Γούρδ. ζαλίζουμου [zaˈlizumu] Σίλ. ζαλίζουμου [zaˈlizumu] Σίλ. ζαλιζιέμι [zalizˈʝemi] Μισθ. Αόρ. ζαλίστα [zaˈlista] Γούρδ. ζαλίσκα [zaˈliska] Σίλ. Μτχ. ζαλισμένο [zaliˈzmeno] Γούρδ. Μεσν. ρ. ζαλίζω.
Προκαλώ αίσθημα ζάλης σε κάποιον ό.π.τ. Συνών. σαβλακώνω, σερσεμλεντίζω, τσανίζω :5, χαραφλαντίζω