ζαλ
(μόρ.)
ζαλ
[zal]
Αφσάρ., Φάρασ.
ζατ͑
[zatʰ]
Τσουχούρ.
Από τις λ. ας (=από) + άλλο. Το ζατ͑ πιθ. από το ζαλ το στην φρ. το ζαλ το = το πιο (μαρτυρείται στο Φάρασ.) με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλ. [lt].
1. Χρησιμοποιείται για τον σχηματ. των βαθμών των επιθ./επιρρ.
ό.π.τ.
:
Το ζαλ το ψεό το σπίτι ένι το σέτ'ρου
(Το πιο ψηλό σπίτι είναι το δικό σας)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Το σέτ'ρου το σπίτι ένι ζαλ μέγα 'σ' το 'μέτ'ρου
(Το σπίτι σας είναι μεγαλύτερο απ' το δικό μας)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
2. Ως ποσοτικό επίρρ.
Αφσάρ.
:
Νάμους ζαλ το μακρύ το ξύου
(Δώσ' μου το πολύ μακρύ το ξύλο)
Αφσάρ.
-Αναστασ.