ζαάρ
(επίρρ.)
ζαΐρ
[zaˈir]
Φάρασ.
ζαΐρι
[zaˈiri]
Φάρασ.
ζαάρ
[zaˈar]
Μισθ., Ουλαγ.
ζάιρ
[ˈzair]
Φάρασ.
ζάαρ
[ˈzaar]
Μισθ.
ζαρ
[zar]
Σινασσ., Τσουχούρ.
αζάρ
[aˈzar]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίρρ. zahir = α) προφανώς β) σαφώς γ) διαλεκτ., βεβαίως, τέλος πάντων, όπου και διαλεκτ. τύπ. zahar, zaar και zar. Πβ. τους ήδη νεότ. τύπ. ζαέρ και ζαχέρ (Mackridge 2021: 112, 113).
1. Βεβαίως
ό.π.τ.
:
Ζαΐρ απιδέ 'σ' τα δύο στράτες τὄινα 'α νάρτει ο τατά μου
(Σίγουρα από έναν από τους δύο αυτούς δρόμους θα έρθει ο πατέρας μου)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Ζαάρ να πάμ'
(Βεβαίως θα πάμε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ισύ ζαάρ ντου γολάϊ σ' αραΐζεις
(Εσύ, βεβαίως, την ευκολία σου ψάχνεις )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Άμα πήρα το χαρτιό, ασ' τη χαρά μ' χέμιν έκλαιγα χέμιν φίλεινά το· αζάρ σ̑υλώθην ασ' τα δάκρυα μ'
(Μόλις πήρα το γράμμα, από την χαρά μου και έκλαιγα και το φίλαγα· φυσικά μούσκεψε από τα δάκρυά μου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Ήρτι τσαού πένdι έξι χρονού, έμαχά του, ζαάρ, πάππου σ' Κλήμη έμαά δου
(Ήρθε εδώ πέντε έξι χρονών, τον γνώρισα βέβαια, τον παππού σου τον Κλήμη τον γνώρισα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
-Έλληνας είσαι; -«Τι γαϊντουριού οβγό 'μι;», λέ', «Ντέ 'μι Έλληνας;», λέ', «Έλληνάς 'μι ζαάρ», λέ', «Έλληνάς 'μι ζαάρ»
(-Έλληνας είσαι; -«Τι γαϊδουριού αβγό είμαι», λέει «δεν είμαι Έλληνας;», λέει, «Έλληνας είμαι βέβαια», λέει, «Έλληνας είμαι βέβαια»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ζάιρ τα φτάλμε του χαμήωσαν τζαι καμμούdζησαν
(Τα μάτια τους, βέβαια, χαμήλωσαν και έκλεισαν = Ματθ. 26.43 Ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι)
Φάρασ.
-Lag.
|| Παροιμ.
Το κεσκίνιν ντο μασ̑αίρι κόφτει ζαΐρ 'α νάρτει τσ̑' αν νταρός 'α κορευτεί
(Το κοφτερό το μαχαίρι κόβει, βέβαια θα έρθει κι ένας καιρός να στομώσει˙ Κάποτε και ισχυροί χάνουν την εξουσία τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Ίσως, μάλλον
Μισθ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Ζαρ ’α νά 'βρει τίπους ’α φά’
(Ίσως βρει κάτι να φάει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ε, 'τουν έρτ σ̑ουρά, ζαάρ να ειπούμ' τσι ένα
(Ε, όταν έρθει η σειρά, μάλλον θα πούμε κι ένα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντου ντουντούρ ζαάρ είσ̑ι νισιά
(Το ταντούρι μάλλον είχε φωτιά, ήταν αναμμένο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αρέ ζαΐρι ρωτάτε 'πενενdάβου σας 'ζδε το 'μον το φέρεμα
(Τώρα ίσως αναρωτιέστε σχετικά με τον ερχομό μου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
3. Πια
Μισθ.
:
Ντου χαμένου τσ̑είδι μουχουμένου ζαάρ
(Ο νεκρός είναι θαμμένος πια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
άλλος, πιλέ, πίλενε