ζάβα
(ουσ. αρσ.)
ζάβα
[ˈzava]
Σίλ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. σχετίζεται με το νεοελλ. διαλεκτ. ζάβα = κόπιτσα.
Tο σφονδύλι του αδραχτιού
:
Τσ̑η ζάβα μου ρώσ' τσ̑η
(Δώσε το σφονδύλι μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.