κλωθάρα
(ουσ. θηλ.)
κλωθάρα
[kloˈθara]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
κωθάρα
[koˈθara]
Φάρασ.
κλωτάρα
[kloˈtara]
Φερτάκ.
κλωφάρα
[kloˈfara]
Σεμέντρ., Τσαρικ.
κλουφάρα
[kluˈfara]
Μισθ.
κλωχάρα
[kloˈxara]
Αξ., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Τροχ.
κλουχάρα
[kluˈxara]
Γούρδ., Μισθ.
κλουγάρα
[kluˈɣara]
Αραβαν.
Από το ουσ. κλωθάρι και το μεγεθ. επίθμ. -α. Για την περιγραφή του φυσικού αντικειμένου βλ. Κωστάκης (1963: 382 και 351, εικ. 57), Κωστάκης (1977: 112) και Καρολίδης (1885: 169).
1. Σφοντύλι, κατασκευή από δύο ξύλα βαλμένα σταυρωτά, που από την τομή τους περνούσε ένας κάθετος άξονας (βλ. αναλυτικά Κωστάκης 1963: 382 και 351, εικ. 57) και, συνεκδ., το αδράχτι (Κωστάκης 1977: 112)
ό.π.τ.
:
Κάνισ̑καν σην κλωθάρα το ραφίδ’
(Έγνεθαν στο αδράχτι την κλωστή του ραψίματος)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πήρε το κλωχάρα τ’, και πήγε, και έκατσε 'σ' το τσ̑ιράκ' qαρσ̑ού, και κάμνισ̑κε ρόκα
(Πήρε το αδράχτι της και έκατσε απέναντι από το φως και έγνεθε)
Γούρδ.
-Dawk.
Σωροφτάτ’, να βάλουμ’ τα κλωχάρες απέσ’, ας γήψουμ' τα κανdήλια, γιορτιάσε
(Μαζευτείτε, να βάλουμε στις άκρη τα αδράχτια, να ανάψουμε τα καντήλια, είναι γιορτή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σ̑άνιξαμ’ μι τ’ κλουχάρα μαλλί
(Κάναμε με το αδράχτι μαλλί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κλωχάρα δεν κάμισ̑καν, γιαΐ ήταν τα Ντωντεκάρια
(Δεν έγνεθαν, γιατί ήταν το Δωδεκάορτο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Παίριξαμ' τσι δα κλουχάρις, λε, ους να πάμ', λε, κάμιξαμ' κλουχάρα
(Παίρναμε μαζί και τα αδράχτια, λέει, ώσπου να πάμε, λέει, γνέθαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Κλουχάρας σαΐτα%i/%i κανάτ'
(η σαΐτα / το φτερό του σφοντυλιού˙ το αδράχτι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κλωθάρας το ξύλο
(Το ξύλο του σφοντυλιού˙ το αδράχτι)
Ανακ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Ατα̈́ έν’ γκόσμος! ’υρίζει ανdἰ κωθάρα
(Αυτός είναι ο κόσμος! Γυρίζει σαν το σφοντύλι, σαν σβούρα˙ η τύχη των ανθρώπων αλλάζει συνεχώς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καρμάνα
2. Μτφ., χαρακτηρισμός για άνθρωπο με άστατο και ευμετάβλητο χαρακτήρα
Μαλακ., Μισθ.