ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καρμάνα (ουσ. θηλ.) κ͑αρμάνα [kʰarˈmana] Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Ουδ. καρμέν' [karˈmen] Σεμέντρ. κερμέν' [kerˈmen] Ουλαγ., Σινασσ. Από το αρμεν. ουσ. k'arman = αδράχτι (βλ. Dankoff 1995: 125). Ο τύπ. καρμέν’ από τον τουρκ. διαλεκτ. τύπ. kerman με μετάθ. των φωνηέντων (για τους τουρκ. τύπ. βλ. Tietze 2016: λ. kerman). Ο τύπ. κερμέν' από το τουρκ. διαλ. ουσ. kermen = αδράχτι (< αρμεν. k'arman).
Είδος ηλακάτης, αδράχτι ό.π.τ. : Είχαμι καρμάνιες που κλώθουν το μαλλί (Είχαμε αδράχτια με τα οποία κλώθουν το μαλλί) Φάρασ. -ΙΛΝΕ 1171 Οι ναίτσις πήρανι την καρμάνα, καμναίνουνι το μαλλί να πλέξουνι τσοράπα, γαλτσίνα (Οι γυναίκες πήρανε το αδράχτι, κλώθουν το μαλλί να πλέξουν τσουράπια, καλτσάκια) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ερχούτουν μο το θάλι σο τζουφάλι τ'ς πάνου τζ̑αι σα σ̑έρε τ'ς την καρμάνα να καμναίνει τον μπουρμά (Ερχόταν με την πέτρα πάνω στο κεφάλι της, και στα χέρια της το αδράχτι να κλώθει την τουλούπα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. αδράχτι