ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάρναγρισι (ουσ.) κ͑άρναγρι̂σι̂ [ˈkʰarnaɣrɯsɯ] Αξ., Ουλαγ. κάρναγι̂σι̂ [ˈkarnaɣɯsɯ] Μαλακ., Φλογ. κάρναξι [ˈkarnaksi] Σινασσ. γάρναξι̂ [ˈɣarnaksɯ] Αραβαν. Από την τουρκ. φρ. karın ağrısı = κοιλιακός πόνος. Η λ. και σε ν.ε. ιδιώμ. με τον τύπ. κάρναξι και σημ. ‘σκασμός!'. Βλ. και Λεξ. Βυζ., λ. κάρναξι. Πβ. αγρί
Κοιλόπονος, κυρίως ως αρά ό.π.τ.