καρπούζι
(ουσ. ουδ.)
καρπούσ'
[karˈpus]
Αξ.
καρπούσ̑'
[karˈpuʃ]
Σίλατ.
γκαρπι̂́ζ'
[garˈpɯz]
Ουλαγ.
γαρπούζ'
[ɣarˈpuz]
Αξ., Αραβαν.
qαρπούζ'
[qarˈpuz]
Φλογ.
γαρπούσ'
[ɣarˈpus]
Μισθ.
γαρπούσ̑'
[ɣarˈpuʃ]
Μισθ.
γαρμπούσ'
[ɣarˈbus]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. ουσ. karpuz (όπου και διαλεκτ. τύπ. garpuz και garpız· THADS, λ. garpız, garpuz), το οπ. από το περσ. ḫarbūz ή ḫarbūze, το οπ. πιθ. από το αρχ. ουσ. καρπός.
Καρπούζι
ό.π.τ.
:
Ντα γαρπούσ̑α τσ̑είνdι χάμια ακούμ'
(Τα καρπούζια είναι άγουρα ακόμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γαρπούσ̑' τρώς; Γίν' σι κανείς γαρπούσ̑';
(Καρπούζι τρως; Σου δίνει κανένας καρπούζι;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Παν τὄνα μας σπέριξιν λία γαρπούσ̑α για ντου σπίτι τ'
(Ο καθένας μας έσπερνε λίγα καρπούζια για το σπίτι του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιτούρα α γαρπούσια γέναν αν ΠΑΣΟΚ ντου κόμμα, απόξου πράσινα, α'απέσ' κόκκινα
(Αυτά τα καρπούζια έγιναν σαν το ΠΑΣΟΚ το κόμμα, απέξω πράσινα, από μέσα κόκκινα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Ερυό γαρπούζ̑α 'ς ένα γολτούχ' ντε χωρούν
(Δυο καρπούζια σε μιά μασχάλη δεν χωρούν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.