κλουτσίστρα
(ουσ. θηλ.)
κλουτσ̑ίστρα
[kluˈtʃistra]
Φάρασ.
κρουτσ̑ίστρα
[kruˈtʃistra]
Σατ., Φάρασ.
κουdζ̑ίστρα
[kuˈdʒistra]
Φάρασ.
Από το ουσ. κολόκα, όπου και τύπ. κουλούκα και κ'λόκα και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα με ουράνωση του /k/.
Κλώσσα
ό.π.τ.
:
'ενότουν α κλουτσ̑ίστρα μοτ' εν κουρένιν που'όκκα
(Μεταμορφώθηκε σε μιά κλώσσα με ένα τσούρμο κλωσσόπουλα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τζ̑ας δεβαίνει ο Δεσπότ’ ερ να θέκεις τα βα σην κρουτσ̑ίστρα, το πουλία α βκουν ’υμνά τα γουργούρα τουν
(Όταν περνάει ο δεσπότης, αν βάλεις τα αβγά στην κλώσσα, τα πουλιά θα βγουν με γυμνούς λαιμούς)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Του πατεί η κλουτσ̑ίστρα το πουλ-λί τζ̑ο ψοφά
(Το πουλί που πατά η κλώσσα δεν ψοφά˙ κάθε μητέρα ξέρει πώς να τιμωρήσει το παιδί της χωρίς να του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κλώσσα, κολόκα