κλώθω
(ρ.)
κλώθω
[ˈkloθο]
Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ.
κλώχου
[ˈkloxu]
Μισθ.
κλώγω
[ˈkloɣο]
Αξ.
κλώζω
[ˈklozο]
Φλογ.
κλώδω
[ˈkloðο]
Μαλακ.
κλώτω
[ˈkloto]
Φερτάκ.
κλώω
[ˈkloο]
Γούρδ.
κλώου
[ˈklou]
Μισθ.
κλώνω
[ˈklonο]
Ουλαγ.
κλώρω
[ˈklorο]
Αραβαν.
κώθω
[ˈkoθo]
Φάρασ.
κώθου
[ˈkoθu]
Αραβαν., Κίσκ., Φάρασ.
Παρατατ.
έκλωθα
[ˈekloθa]
Σίλατ.
κλώθισ̑κα
[ˈkloθiʃka]
Τελμ.
κλώισ̑κα
[ˈkloiʃka]
Μισθ., Τροχ.
κλώθιξ̑α
[ˈkloθikʃa]
Σίλατ.
κλώχιξα
[ˈkloçiksa]
Μισθ.
κωθίνκα
[koˈθiŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
έκλωσα
[ˈeklosa]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τσαρικ.
έκλουσα
[ˈeklusa]
Μαλακ., Μισθ.
έκωσα
[ˈekosa]
Φάρασ.
Προστ.
κλώσε
[ˈklose]
Αραβαν.
κλώσι
[ˈklosi]
Μισθ.
κώσε
[ˈkose]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. κλώθω = συστρέφω με περιστροφή.
1. Μτβ., γνέθω νήμα
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
Κώθου κωστή
(Γνέθω λεπτό νήμα/ μαλλί)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
2. Περιστρέφω κάτι
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
:
Έκλωσα το κλειδί σο στόμα του ομbρό και ό,τι ηύρα διέβασα και μίλησε
(Γύρισα το κλειδί μπροστά στο στόμα του, είπα όποια προσευχή βρήκα πρόχειρη και (ενν. το παιδί) μίλησε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
β.
Ειδικότ., θέτω κάτι σε (κυκλική) κίνηση
Αξ.
:
Έκλωσαν ντο τέρ'
(έθεσαν σε λειτουργία τον μύλο
)
Αξ.
-Dawk.
Να πάμ’ να κλώσουμ’ το μάgανο
(Πάμε να δουλέψουμε το μάγγανο, το πιεστήριο ελιάς
)
Αξ.
-Μαυροχ.
Κλώισ̑καν το τοκάν’, όσο να βγει το γέλμα ’σ’ τα τίτα, τα άχυρα· τίτο παίρισ̑καν ντα με το ντεκράν’
(Έσερναν κυκλικά την δοκάνα, μέχρι να ξεχωρίσει το σιτάρι απ' τα τέτοια, τα άχυρα· το τέτοιο (δηλ. το άχυρο) το έπαιρναν με το δικράνι
)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
3. Αναποδογυρίζω
Μισθ.
:
Αν σι κλώσ’νι ανάποδα δα πάπουλις, δεν έχ’νι τίποτε
(Αν σου γυρίσουν το μέσα-έξω τις τσέπες, δεν έχουν τίποτα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
κουπώνω, μετεγυρίζω, ντεβιρντίζω
4. Αμτβ., περιστρέφομαι, τίθεμαι σε περιστροφική κίνηση
Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ.
:
Κλώισ̑κιν ούλου ντάμα ντου μαζού
(Περιστρεφόταν όλος μαζί ο άξονας (ενν. του μύλου))
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Έκλωσεν το τζουβάλι μ'
(Γύρισε, γυρίζει το κεφάλι μου˙ ζαλίστηκα)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Δε κλώχει δου μελό μ'
(Δεν παίρνει στροφές το μυαλό μου˙ είμαι λίγο βλάκας, αργόστροφος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Μο του 'α κουπώσ’ σο μύ’ο νερό, ο μύ’ος τζ̑ο κώθει
(Με το που θα χύσεις νερό στον μύλο, ο μύλος δεν γυρίζει˙ χωρίς εφόδια και κόπο δεν πραγματοποιείται κανένα έργο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο μύος να κώθει μαναχός του
(Ο μύλος να γυρίζει μόνος του˙ ο καθένας πρέπει να κάνει την δουλειά του χωρίς να του το υποδεικνύουν άλλοι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Ειδικότ., κάνω κυκλική πορεία
Μαλακ., Μισθ.
:
Σήκω, κώσε δύο αδού σην παίγνη
(Σήκω, γύρνα δύο βόλτες εδώ στο χορό
)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Ντ’ αλούγαδα φούρου φούρου κλώ’ισκαν
(Τα άλογα πήγαιναν γύρω γύρω (ενν. στο αλώνι)
)
Μισθ., Σίλατ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
'σου να κλώσει
(Ώσπου να γυρίσει γύρω
˙
Ως επίρρ., γύρω γύρω από κάτι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ως κλώθ' στο δείνα
(Όπως γυρίζει στον δείνα
˙
γύρω γύρω από το δείνα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Ασμ.
Πιάτε τό-ι χορόν ας κλώσει
κι όποιους θέλ' ας έρτ' ας μπιάσει
(Πιάστε το χορό να γυρίσεικι όποιος θέλει ας πιαστεί) Μαλακ. -Pernot.Gall.
κι όποιους θέλ' ας έρτ' ας μπιάσει
(Πιάστε το χορό να γυρίσεικι όποιος θέλει ας πιαστεί) Μαλακ. -Pernot.Gall.
5. Περιφέρομαι, τριγυρίζω
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Πού κλώθεις από χθες;
(Πού γυρίζεις από χθες;)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Εσ̑είς φώσ̑κι κλώθετε, το πού είνdαι νούτλακα ξεύρετέ το
(Εσείς αφού πηγαίνετε εδώ κι εκεί, σίγουρα ξέρετε πού είναι αυτές)
Τελμ.
-Dawk.
Κλώχου σα στράdις
(Τριγυρνάω άσκοπα στους δρόμους)
Μισθ.
-Φατ.
Κλώει σα νεκκλησιές, ράντ’σαμ' ντου, τσοιμόδουν στα παγκάκια
(περιφέρεται στις εκκλησίες, τον είδαμε να κοιμάται στα παγκάκια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Φόρ’σεν το φιστάνι τ’, και πότε έκλωθεν σο χωριό, ηύρεν ένα σκυλιού ντερί
(Φόρεσε το φουστάνι της και ενώ έκανε περίπατο στο χωριό, βρήκε ένα δέρμα σκύλου)
Σίλατ.
-Dawk.
Με ντο τσ̑ιράq κλώνισ̑γκε
(Συνήθιζε να κάνει βόλτα με τον υπηρέτη)
Ουλαγ.
-Dawk.
Σον Ατζή σταυρωτά κωθείνκαν πουά τζυνογάροι
(Γύρω από τον (βράχο του) Ατζή πετούσαν πολλοί αετοί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Β
Εκεί ήταν ένα ντιρέκ᾿· κονdά τ κλώθιξαν δύο πρόγατα
(Εκεί ήταν μία κολόνα· κοντά της περιφέρονταν δύο πρόβατα)
Σίλατ.
-Dawk.
Άμα σο βαβά σ', κλώσε κι έλα
(Πήγαινε στον πατέρα σου, κάνε την βόλτα σου και γύρνα)
Αραβαν.
-Φωστ.
Κλώχ'νι σα τοκάνια, πγίν'νι γαϊφέϊα
(Τριγυρνάνε στα καφενεία, πίνουν καφέδες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Νεξερά και κλώθ’
(Περιφέρεται και ξερνοβολά˙ το έλεγε η πεθερά όταν καταλάβαινε ότι η νύφη της είναι έγκυος)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Κλώχου μισταρής
(Περιφέρομαι σαν τον προξενητή που φέρνει μηνύματα αρραβώνων˙ προκαλώ το ερωτικό ενδιαφέρον, φλερτάρω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
’α ‘πομείν΄ το παχάρι, ’α ‘πομείν’ την άνοιξη, ’α ‘πομείν’ το μαθόπωρο, το σ̑ειμό πού ’α υπάς;΄α κώσ’ πάλι σε μας ΄ας να ‘ρτείς
(Θα κάνεις υπομονή την άνοιξη, θα κάνεις το καλοκαίρι, θα υπομείνεις το φθινόπωρο. Τον χειμώνα πού θα πας; Θα γυρίσεις, θα γυρίσεις πάλι σε μας θα έρθεις˙ για τους παλιούς φίλους που χάνονταν και εμφανίζονταν πάλι όταν είχαν ανάγκη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ηύρες χωριό χωρίς σκυλιά και κλώσεις χωρίς ντακενίκ'
(Bρήκες χωριό χωρίς σκυλιά και περιφέρεσαι χωρίς μπαστούνι˙ για όσους κάνουν ό,τι θέλουν γιατί δεν υπάρχει κάποιος να τους φοβερίσει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Ο χάρος όξου κλώθισ̑κε αλλ’ άκουε και εθώρει
(Ο χάρος έξω περιφερόταν αλλά άκουγε και έβλεπε· από μοιρολ.)
Τελμ.
-Αινατζ.
Συνών.
γκεζιντώ, γυρίζω, κλωθαρίζω, ντελάζομαι
β.
Ειδικότ., ταξιδεύω
Αραβαν., Μισθ.
:
Έκλουσα ούλου δου ντουνιά μι δου φορτηγό
(Γύρισα όλο τον κόσμο με το φορτηγό
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Άρωπος το κλώρ’ πολύ, μαραινίσ̑κ’ πολλά
(Ο άνθρωπος που γυρίζει πολύ, μαθαίνει πολλά
˙
ο πολυταξιδεμένος έχει πολλές εμπειρίες και πολλές γνώσεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
6. Γυρίζω, αλλάζω κατεύθυνση
Ανακ., Αξ., Φάρασ., Φλογ.
:
Έκωσεν του qαβαχού ιστσ̑άιδι
(Άλλαξε κατεύθυνση η σκιά της λεύκας)
Φάρασ.
-Dawk.
Ασ' το λόγο τουν δεν κλώισ̑καν
(Από τον λόγο τους δεν μεταστρέφονταν, δεν έβγαιναν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Κλώγω ασ' το λόγοζ-ου-μ'
(γυρίζω από τον λόγο μου˙ αθετώ τον λόγο μου. Πβ. τουρκ.<em> sözümden dönmek</em> = αθετώ όπου <em>sözümden</em> = από τον λόγο μου <em>dönmek </em> = γυρίζω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τα μάτια τ’ κλώθισ̑καν
(Τα μάτια του αλλάζουν κατεύθυνση˙ αλληθωρίζει)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ντε κλώου ντε ρανώ
(Δεν γυρίζω δεν βλέπω˙ δεν γυρίζω ούτε να το δω, αδιαφορώ για κάτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Τ’ γλώσσα γκεμίκια ντεν έχ̑’, κλώγ’ ούτσ̑α, κλώ’ κι ούτσ̑α
(Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει, γυρίζει έτσι, γυρίζει κι έτσι˙ λέγεται όταν κάποιος αθετεί τον λόγο του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τσ̑άπ’ ’α φυσήσει άνεμος, κώθει απιτσ̑εί τη μερα̈́
(Όπου θα φυσήξει ο άνεμος, γυρνά από εκείνη την μεριά˙ για τους ανθρώπους που αλλάζουν εύκολα γνώμη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιβιρντίζω :2
7. Γυρίζω, στρέφομαι προς τα πίσω
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Ώς να παραμείς, με κλώεις και τρανάς τα
(Ώσπου να γυρίσεις σπίτι, μην στρέφεσαι πίσω και κοιτάς)
Αξ.
-Dawk.
Έκλωσα και τράνησα το χωριό και τα μάτια μου κουπώθανε ασ’ το κλαιτό
(Γύρισα και κοίταξα το χωριό και τα μάτια μου έκλεισαν από το κλάμα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τις να κλώσ’ να ρανήσ' εμένα;
(Ποιος να γυρίσει να με κοιτάξει εμένα;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κλώσε κάτσε
(Στρίψε και κάτσε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Παπάς μη κλώσ' να ρανήσ' οπίσω τ'
(Ο παπάς να μη γυρίσει να κοιτάξει πίσω του)
Μισθ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
|| Φρ.
’ενόσου μέλι, ’ενόσουν σ̑όκαρι, μας τζ̑ο κώθεις να μες γρέπ’
(Έγινες μέλι, έγινες ζάχαρη, εμάς δεν γυρίζεις να μας δεις˙ όταν κάποιος γίνει σπουδαίος και γίνεται ακριβοθώρητος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
8. Επιστρέφω από κάπου
Αξ., Μισθ., Φάρασ.
:
Κλώγ’νε ’ς τα πίσω, φάκατ ‘ς τ’ οdά κανείνα ντεν ηυρίσ̑κ’νε
(Γύρισαν πίσω, αλλά στο δωμάτιο δεν βρήκαν κανένα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κώσι ξοπίσου!
(Γύρνα πίσω!)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
|| Φρ.
Με το καλό να κλώσ̑ιτ’
(Με το καλό να επιστρέψετε˙ ευχή)
Αξ.
-Μαυροχ.
9. Για χρόνο, ολοκληρώνω έναν κύκλο, μεταβαίνω από μιά χρονική περίοδο σε άλλη
Ανακ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Έκωσε α χρόνος
(Πέρασε ένας χρόνος)
Φάρασ.
-Dawk.
Και τα δενdρά, ως κλώθ’ χρόνος, ξερώνουν
(Και τα δέντρα, ώσπου να γυρίσει η χρονιά, ξεραίνονται)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Γιόμωσεν τα δέκα και έκλωσεν στα έντεκα πίταξα τον Γιωρίκα μ' στην Πόλ'
(Έκλεισαν τα δέκα χρόνια και μπήκαμε στα έντεκα που έστειλα τον Γιωρίκα μου στην Πόλη)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Κλώθ’ όλιος
(Γυρίζει ο ήλιος˙ για τις τροπές βάσει των οποίων μεγαλώνει ή μικραίνει η ημέρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
10. Μετατρέπομαι σε κάτι άλλο, αλλάζω, μεταμορφώνομαι ή μεταστρέφομαι
Αξ.
:
Έκλωσαν ούλα φία
(όλα μεταμορφώθηκαν σε φίδια)
Αξ.
-Dawk.
|| Φρ.
Έκλωσεν Τούρκος
(Γύρισε Τούρκος˙ αλλαξοπίστησε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ασ' το κρασ̑ί το κλώγ’ το ξ̑ίγ’, κεσ̑κίν νιέται
(Το ξίδι που προκύπτει από το γύρισμα (την αλλοίωση) του κρασιού, γίνεται δυνατό˙ γίνεται πιο φανατικός αυτός που αλλάζει πεποιθήσεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κόφτω :1