ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντελάζομαι (ρ.) ντελάζομαι [deˈlazome] Σινασσ. ντελ-λάν-νουμου [delʹlanumu] Σίλ. τελούμαι [teˈlume] Φλογ. ντέλομαι [ˈdelome] Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. ντέλουμαι [ˈdelume] Ποτάμ. Παρατατ. ντελαζούτομαι [delaˈzutome] Φλογ. τελούμουν [teˈlumun] Φλογ. ντελαν̑ινόσκα [delaɲiˈnoska] Σίλ. ντελαν̑ινονdίσκα [delaɲinonˈdiska] Σίλ. Αόρ. ντελάστα [deˈlasta] Ανακ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. ντελάσκα [deʹlaska] Σίλ. Υποτ. ντελαστώ [delaˈsto] Σίλ., Φλογ. Ενεργ. ντελάζω [deˈlazo] Ανακ., Φλογ. τελάζω [teˈlazo] Σίλ. Πιθ. από το τουρκ. ρ. dolaşmak (< παλ. τουρκ. tola-) = α) πηγαίνω γύρω-γύρω β) τριγυρίζω γ) περιπολώ δ) τυλίγομαι ε) μπλέκομαι, όπου και διαλ. τύπ. tolaşmak. Πβ. ντολαστίζω
1. Τριγυρίζω, γυρίζω ό.π.τ. : Όποιους κόσμους σελήσει, ας πάει να ντελαστεί Νάπλιο (Όποιος κόσμος θελήσει, ας πάει να γυρίσει, να περιηγηθεί το Ναύπλιο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σε πάου σε ντελαστώ νια (Θα πάω να κάνω μιά βόλτα) Σίλ. -Pernot.Gall. Βγαίν'νε ασ' νεκκλησία και τελούνται σα χισιμιού σπίτια (Βγαίνουν από την εκκλησία και τριγυρίζουν στα σπίτια των συγγενών) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Τα Βάγια μέρα φαίνισκαν τα μικράν τα φσάχα και τελούταν στα σπίτια (Tην ημέρα των Βαΐων εμφανίζονταν τα μικρά παιδιά και τριγυρνούσαν στα σπίτια) Φλογ. -ΚΜΣ-Τραγ. Ακόμ’ έχουμ’ πολλά σπίτια να τελαστούμε (Ακόμα έχουμε πολλά σπίτια να γυρίσουμε) Φλογ. -ΚΜΣ-Τραγ. Ύστερα σέμεν να ντελαστεί το χωριό μέσα (Ύστερα μπήκε να τριγυρίσει μέσα στο χωριό) Φλογ. -Dawk. Γιατί ντέλεσαι αποκάτω, και δεν έρσ̑εσαι μέσα; (Γιατί τριγυρίζεις αποκάτω και δεν έρχεσαι μέσα;) Ποτάμ. -Dawk. Σαββατιάτικο πού ντέλεσαι; (Σαββατιάτικα πού γυρίζεις;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Τα Βάγια μέρα βγαίνισκαν τα μικρά ντα φσ̑άχα και τελούταν 'ς τα σπίτια, σώροβάνε κόλλ’φα (Την ημέρα των Βαΐων έβγαιναν τα μικρά παιδιά και γύριζαν στα σπίτια, μάζευαν κόλλυβα) Φλογ. -Pernot.Gall. Mια φορά ήτονε ένα παλ̑λ̑ηκάρι, ντελαν̑ινόσκι 'τερά 'τεκειά να βρει μιά ζουλειά, χεμ να ζήσ̑ει το γιαυτός του, χεμ να μπεσλεγίσ̑ει τη φαμίλιαν του (Μιά φορά ήταν ένα παλληκάρι, περιπλανιόταν εδώ κι εκεί να βρει μιά δουλειά, και να ζήσει τον εαυτό του και να θρέψει την οικογένειά του) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ. Ως ντελαν̑ινοντίσκαμι 'ρώ κι κει μπήκαμι 'ς ένα βεράν̑ι χάν̑ι κι 'πόμ'ναμ' κει (Καθώς περιπλανιόμασταν εδώ κι εκεί μπήκαμε σε ένα ερειπωμένο χάνι και μείναμε εκεί) Σίλ. -Αρχέλ. || Φρ. Ντέλεται κάλαντα (Γυρίζει (και λέει) τα κάλαντα˙ περιφέρεται άσκοπα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Πολλά-ι κάστρα ντελάστα, μικρά-ι μεγάλα
Σαν του-ι Μαρού μ' το κάστρο κάστρο δεν είδα
(Πολλά κάστρα γύρισα, μικρά μεγάλα
Σαν της Ωριάς το κάστρο κάστρο δεν είδα)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. ανακλώθω :2, γκεζιντώ, κιβραντίζω :2, κλώθω, ντολαντίζω :3
2. Ενεργ., περιφέρω Σινασσ.