ντελικανοσύνη
(ουσ.)
νταλιγαν-νουψύμ'
[daliɣannuˈpsim]
Τσαρικ.
Από το ουσ. ντελικανής, όπου και τύπ. πληθ. νταλιγανούια, και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Παλληκαριά, νεανικότητα
Συνών.
γκεντσιλίκι, παλληκαρία, παλληκαριότη