ντελάλης
(ουσ. αρσ.)
τελάλης
[teˈlalis]
Αξ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
ντελάλης
[deˈlalis]
Μισθ., Σινασσ.
ντελάλι
[deˈlali]
Φάρασ.
ντελάλ'
[deˈlal]
Αξ.
τελ-λάλ'
[telˈlal]
Αξ., Αραβαν., Φάρασ.
ταλάλ'
[taˈlal]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. ταλάλιος (LBG), το οπ. από το τουρκ. ουσ. tellâl, όπου και διαλεκτ. τύπ. dellâl. O τύπ. τελάλης νεότ. (Λεξ. Σομ., λ. banderato).
Δημόσιος κήρυκας, ντελάλης
ό.π.τ.
:
Βασιλιός πολύ χολιάζεται, βγάλλ' τελ-λάλ'
(Ο βασιλιάς θυμώνει πολύ και βγάζει ντελάλη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σα παλέ τις χρόνες τσ̑ας ήσανdε τα καμήλε τελλάλοι τσ̑’ οι πονdιτσ̑οί ξουριστιέροι
(Τα παλιά τα χρόνια, όταν ήταν οι καμήλες ντελάληδες και οι ποντικοί μπαρμπέρηδες)
Φλογ.
-ΚΜΣ-CD
Ιγιώ ένα εdέτ’ που υπήρχε ’ς τα γάμοσγια, ό,τι φέρισ̑κες δώρα, μπαγι̂́ρντεινεν τελάλης και λέισ̑κε: «Χαρίσματα, χαρίσματα! Ασ’ σον νταή το Νικόλα ένα χτήνο»
(Εδώ ένα έθιμο που υπήρχε στους γάμους (ήταν πως για) ό,τι δώρα έφερνες, φώναζε ο ντελάλης και έλεγε: "Χαρίσματα, χαρίσματα! Απ' τον θείο Νικόλα μιά αγελάδα (δώρο)")
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Ντώdζ̑εν ντελάλι
(Έδωσε ντελάλη˙ Έκανε μιά ανακοίνωση)
Φάρασ.
-Dawk.
Μπαγ̇ΐρσεν ταλάλ'
(Είπε δυνατά (μέσω ενός) ντελάλη˙ Έκανε μιά ανακοίνωση)
Αξ.
-Dawk.