ντεβριλντώ
(ρ.)
ντεβριλντώ
[devrilˈdo]
Ποτάμ.
τεβριλντώ
[tevrilˈdo]
Μισθ.
τεβιρτώ
[tevirˈto]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. devrilmek, παθητ. μορφή του devirmek (βλ. ντεβιρντίζω). Ο τύπ. ντεβριλμούσ̑α από την τουρκ. μτχ. devrilmiş.
1. Aνατρέπομαι, πέφτω κάτω
ό.π.τ.
:
Τεβρίλ'σε κάτω, παγίλ’σε
(Έπεσε κάτω φαρδιά πλατιά, λιποθύμησε)
Μισθ.
-Pernot.Gall.
Βρεήστην ένα φοράς, ντεβρίλτσεν κάτω, ξέβεν ψή τ'
(Φώναξε μία φορά, έπεσε κάτω, βγήκε η ψυχή του)
Μισθ.
-Λεύκωμα
Να ντεβριλντάς και να ουζαντάς
(Nα πέφτεις κάτω και να αρρωσταίνεις· αρά)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
|| Ασμ.
Το δέντρι μας ντεβρίλντισε, τα κλώνοι μας τσακίστανε
(Το δέντρο μας έπεσε, τα κλαδιά μας τσακίστηκαν)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
2. Ξαπλώνω
Μισθ.
:
Δερέ ταγή να πάω να τεβρλιdήσω να κοιμιγιώ, τασ̑ύ σαπάχ να πάμ’ στ’ αλώνια να βορίσουμ’.
(Tώρα θείε θα πάω να ξαπλώσω να κοιμηθώ, αύριο το πρωί θα πάμε στ' αλώνια να λιχνίσουμε)
Μισθ.
-Pernot.Gall.
Συνών.
απλώνω, μακρυναίνω, ξαπλώνω, χαλάνω