χαλάνω
(ρ.)
χαλάνω
[xaˈlano]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Φλογ.
χαλάνου
[xaˈlanu]
Μισθ., Σίλ.
χάνω
[ʹxano]
Φάρασ.
Αόρ.
χάλασα
[ˈxalasa]
Αξ., Αραβαν., Ποτάμ., Σίλ., Τελμ.
χάρασα
[ˈxarasa]
Σίλ.
Μτχ.
χαλασμένο
[xalaˈzmeno]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τροχ.
Από το αρχ. ρ. χαλάω-ῶ = χαλαρώνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άνω. Ο τύπ. χάνω με ομαλή αποβ. μεσοφωνηεντ. [l].
1. Καταστρέφω, χαλώ
ό.π.τ.
:
Ως το βραΰ τσαπαλάτ'σ̑αν νο'ο χαλάσων ντο γκαβάκ'
(Ως το βράδυ προσπαθούσαν να ρίξουν τη λεύκα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Νας του χαλάνεις;
(Γιατί το καταστρέφεις;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Χαλώ το καργιά μ'
(Χαλάω την καρδιά μου˙ Στενοχωριέμαι πολύ, χολοσκάω)
Φερτάκ.
-Κρινόπ.
|| Ασμ.
'ξέης, τσουβλάντ'σις, χάλασις ντου 'μόν ντου σπίτ', χάλασις τσ̑ι του σον ντου σπίτ'
(Βγήκες (τσαλαπετεινέ), κελάηδησες (πρόωρα), χάλασες το δικό μου το σπίτι (επειδή έβγαλα τα πρόβατα μου στο βουνό και ψόφησαν από την κακοκαιρία), χάλασες και το δικό σου το σπίτι (επειδή ψόφησες από την κακοκαιρία))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
κατελώ, μπατιρντίζω, μποζντώ
β.
Αμτβ., καταστρέφομαι, χαλάω
ό.π.τ.
:
Χριστός 'τουν ήρτιν, ετό ήτον Κάστρου τσ̑ι εκατό χρόνια ύστερα χάλασεν
(Όταν ήρθε ο Χριστός, αυτό ήταν πολιτεία και μετά από εκατό χρόνια καταστράφηκε
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Γκρεμίζω
ό.π.τ.
:
Κι αυτσ̑ή την 'gλησ̑ά ακόμη ρεν τσ̑η χαλάσασ̑ι
(Και αυτή την εκκλησία δεν την γκρέμισαν ακόμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα νεκκλεσ̑ές χάλασαν ντα
(Τις εκκλησίες τις γκρέμισαν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Xαλάνου ντου σταβλου
(Γκρεμίζω το στάβλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ιτό όμως ιτό ου σπίτ' να ντώκου να ου χαλάσου, να ποίκου ένα βίλα
(Αυτό όμως, αυτό το σπίτι να δώσω να το γκρεμίσω, να φτιάξω μιά βίλα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Δεν ήξευρε πού βρίσκεται· στην ξαστεριά είδεν ένα χαλασμένο χάν’
(Δεν ήξερε πού βρίσκεται· μέσα στην ξαστεριά είδε ένα ερειπωμένο χάνι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σ̑ύφτασα σ' ένα το ήμ'σο χαλασμένο τσ̑ούχος
(Έφτασαν σ' έναν μισογκρεμισμένο τοίχο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Τα νησ̑τικά στσ̑υλία χάνουν φούρνοι
(Τα νηστικά σκυλιά γκρεμίζουν φούρνους˙ Όταν κάποιος βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη χρησιμοποιεί όλα τα μέσα)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
β.
Αμτβ., γκρεμίζομαι, ερειπώνομαι
Μισθ., Σινασσ., Τροχ.
:
Χαλάν' ντου ντουβάρ'
(Γκρεμίζεται ο τοίχος
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
3. Ξαπλώνω
Αξ.
:
Πήα χάλασα λίγο
(Πήγα και ξάπλωσα λίγο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
απλώνω, μακρυναίνω, ντεβριλντώ, ξαπλώνω :1
β.
Λιποθυμώ
Αξ., Φλογ.
:
Χάν το γιαυτό τ’, πέφτ', χαλάν'
(Χάνει τις αισθήσεις του, πέφτει, λιποθυμά
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
4. Αμτβ., για τρόφιμα, χαλώ, μπαγιατεύω
Ανακ., Μισθ.
:
Σ̑έρουμ' άλας πολύ, ντε χάλανεν
(Ρίχνουμε πολυ αλάτι (ενν. στο ξυνόγαλο), δε χάλαγε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Δέκα χρονού κρασ̑ά έχισ̑καμ', δε χάλαναν σα καταφύδια μέσα
(Δέκα χρονών κρασιά είχαμε, δε χάλαγαν μέσα στα κελλάρια)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
5. Χαλάω, καταλύω νηστεία
Φάρασ.
:
-Χάνουν ντα τα ψάρε την ευή; -α̈́ρ να τσ̑οινών'τσες χάνουν ντα, α̈́ρ να μην τσ̑οινώντσες τζ̑ο χάνουν ντα
(-Καταλύουν τα ψάρια αύριο; -Αν κοινώνησες τα καταλύουν, αν δεν κοινώνησες δεν τα καταλύουν)
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
κατελώ