χακσούζης
(επίθ.)
χακσούζ
[xakˈsuz]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. haksız = άδικος.
1. Άδικος
Συνών.
ζαλίμης :2, στραβός
2. Απόκληρος, άμοιρος