ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαλαλαστιέω (ρ.) χαλαλασ̑τιέω [xalalaˈʃtieo] Φάρασ. χαλελεσ̑τώ [xaleleˈsto] Σίλ. Από το τουρκ. helalleşmek = αποχαιρετώ, λέω αντίο.
Αποχαιρετώ ό.π.τ. : Τούτους χαλελεσ̑τά με τσ̑ην ’εναίκα του, σ̑ηκώνιτι παγαίνει (Aυτός αποχαιρετιέται με την γυναίκα του, σηκώνεται και φεύγει) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5