χαλαλαστιέω
(ρ.)
χαλαλασ̑τιέω
[xalalaˈʃtieo]
Φάρασ.
χαλελεσ̑τώ
[xaleleˈsto]
Σίλ.
Από το τουρκ. helalleşmek = αποχαιρετώ, λέω αντίο.
Αποχαιρετώ
ό.π.τ.
:
Τούτους χαλελεσ̑τά με τσ̑ην ’εναίκα του, σ̑ηκώνιτι παγαίνει
(Aυτός αποχαιρετιέται με την γυναίκα του, σηκώνεται και φεύγει)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5