ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χάκι (ουσ.) χάκι [ˈxaci] Μισθ., Σίλ. χάκ͑' [xakʰ] Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ., Φάρασ. χάq' [xaq] Φλογ. χάχι̂ [ˈxaxɯ] Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. χάχ' [xax] Μισθ., Σεμέντρ., Σίλ., Φλογ. Νεότ. ουσ. χάκι = δικαιοσύνη (Mackridge 2021: 96), το οπ. από το τουρκ. ουσ. hak = α) δίκαιο β) αμοιβή. Για τη φρ. έρχουμαι 'σ' το χάχι σου πβ. νεότ. φρ. ήλθα από το χάκι τους = τους εκδικήθηκα, από την τουρκ. φρ. hakkından gelmek.
1. Δίκιο ό.π.τ. : Γιάι ντε κρεύεις ντου χάκι σ'; (Γιατί δεν διεκδικείς το δίκιο σου;) Μισθ. -Κοτσαν. 'γώ λαλώ έχου χάχ' (Εγώ λέω ότι έχω δίκιο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ρεν έσ̑'τι χάχι̂ να κλείσ'τι τσ̑ην 'gλησ̑ά μας (Δεν έχετε δικαίωμα να κλείσετε την εκκλησία μας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χάιτε, άμ' οπίσω, χάq' έχεις (Άντε, πήγαινε πίσω, έχεις δίκιο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Ατό που ντε τρώει αλλουνού χάκ' (Αυτός που δεν τρώει το δίκιο του άλλου˙ Αδιάφθορος, δίκαιος, αδέκαστος, τίμιος, σωστός άνθρωπος) Μισθ. -Κοτσαν. Τρώου ντου χάκι τ' (Έφαγα το δίκιο του˙ Τον αδίκησα) Μισθ. -Κοτσαν. Να 'ρτετε στο 'ργου το χάχ̇ι (Να έρθετε στο δίκιο της πράξης˙ Να αποδώσετε δικαιοσύνη όσον αφορά αυτή την πράξη) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Έρχουμαι 'ς το χάχι σου (Έρχομαι απ' το δίκιο σου˙ Σ' εκδικούμαι. Πβ. τουρκ. φρ.<em> (…)in hakkından gelmek</em> = α) τα καταφέρνω β) παλαιότ. τουρκ., τιμωρώ) Φάρασ. -Αναστασ.
2. Αμοιβή σε είδος για εκτελεσθείσα εργασία, μερτικό Μισθ., Σεμέντρ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. : Ζύμωνκε τσαι φκακώνκε ση συννύφτσα τ'ς· η συννύφ'τσα τ'ς παλί δίν'κεν ντα δύο παζλαμάδε χάχι (Ζύμωνε και έπλαθε στη συννυφάδα της· η συννυφάδα της πάλι της έδινε δύο πίτες αμοιβή) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντου χάχ' τουν λάι τσείδι (Η αμοιβή τους είναι λάδι) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. μοίρα :1
3. Ως επίθ., ένοχος Σίλ.
4. Ως επίρρ., ακριβώς Φλογ. : Χαχ μεσ̑ημέρις (Ακριβώς μεσημέρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. γιανταρό, τα, ταμάμ