ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαιρετώ (ρ.) Παρατατ. σ̑αιρέτανα [ʃeˈretana] Ανακ. Από το μεσν. ρ. χαιρετῶ, το οπ. με μεταπλ. από μεταγν. ρ. χαιρετίζω.
Χαιρετώ : || Φρ. σ̑αιρέτανεν το παγρί (Χαιρετούσε το πήλινο πιθάρι˙ Η νύφη κάθε πρωί έκανε επίσκεψη στον χώρο φύλαξης των πιθαριών και χαιρετούσε λέγοντας ευχή) Ανακ. -Κωστ.Α.