ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαϊμαλί (ουσ. ουδ.) χαμαΐλι [xamaˈili] Φάρασ. χαμαϊλί [xamaiˈli] Μισθ., Τροχ. χαμαγελί [xamaʝe'li] Μαλακ. χαϊμαλί [xaima'li] Αξ., Μισθ., Φάρασ. χαμαλί [xama'li] Αξ. Από το μεσν. ουσ. χαμάλιν, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hamaylι (< περσ./αραβ. ḥamā´il), όπου κα διαλεκτ. τύπ. hamayιl, πβ. το κοινό ν.ε. χαϊμαλί.
1. Είδος τριγωνικού φυλακτού ό.π.τ. : Φόρου ντου χαϊμαλί μη σι λάχ'νι μάτ' (Φόρεσε το χαϊμαλί μη σε ματιάξουν ) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Το καμήλι έν' χαϊμαλί (Η καμήλα είναι φυλακτό˙ Για τη μεγάλη χρησιμότητα της καμήλας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. 'αν ντου χαμαϊλί (Σαν το χαϊμαλί˙ Τριγωνικό) Μισθ. -Μακρ. Πβ. ταρταγάνι :1
2. Στολίδι του νυφικού καλύμματος Αξ.