χαϊμαλί
(ουσ. ουδ.)
χαμαΐλι
[xamaˈili]
Φάρασ.
χαμαϊλί
[xamaiˈli]
Μισθ., Τροχ.
χαμαγελί
[xamaʝe'li]
Μαλακ.
χαϊμαλί
[xaima'li]
Αξ., Μισθ., Φάρασ.
χαμαλί
[xama'li]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. χαμάλιν, το οπ. από το τουρκ. ουσ. hamaylι (< περσ./αραβ. ḥamā´il), όπου κα διαλεκτ. τύπ. hamayιl, πβ. το κοινό ν.ε. χαϊμαλί.
1. Είδος τριγωνικού φυλακτού
ό.π.τ.
:
Φόρου ντου χαϊμαλί μη σι λάχ'νι μάτ'
(Φόρεσε το χαϊμαλί μη σε ματιάξουν )
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Το καμήλι έν' χαϊμαλί
(Η καμήλα είναι φυλακτό˙ Για τη μεγάλη χρησιμότητα της καμήλας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
'αν ντου χαμαϊλί
(Σαν το χαϊμαλί˙ Τριγωνικό)
Μισθ.
-Μακρ.
Πβ.
ταρταγάνι :1
2. Στολίδι του νυφικού καλύμματος
Αξ.