χαϊβανοσύνη
(ουσ. θηλ.)
χαϊβανουψύμ'
[xaivanuˈpsim]
Μισθ.
Από το ουσ. χαϊβάνι και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Αποκοτιά, γαϊδουριά