χαζίρι
(επίθ.)
χαζίρι
[xaˈziri]
Φάρασ.
χαζι̂́ρ
[xaˈzɯr]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
χαζίρ
[xaˈzir]
Σίλ., Σινασσ., Τελμ.
χαζούρ
[xaˈzur]
Μισθ.
Πληθ.
χαζίρα
[xaˈzira]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Θηλ.
χαζίρισσα
[xaˈzirisa]
Σίλ.
Νεότ. ουσ. χαζίρι, το οπ. από το τουρκ. επίθ. hazır = έτοιμος, προετοιμασμένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. hazir.
1. Έτοιμος
ό.π.τ.
:
Όνταν ήσαν χαζι̂́ρια να κοιμερούν, το καμήλ' λάλ'σε πάλ'
(Όταν ήταν έτοιμοι να κοιμηθούν, το καμήλι μίλησε πάλι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ούλ-λα κείνdαι χαζι̂́ρια
(Όλα είναι έτοιμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τσίπ είχαν τα χαζίρα
(Όλα τα είχαν έτοιμα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ποίκεν το χρειά χαζίρ
(Ετοίμασε το φαγητο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Είσ̑εν το κούσ̑ι κονdά τ'ς, το σ̑ατσ̑ι ση νιστίαν πάνου, την αχλαβού χαζίρι
(Είχε την ξύλινη σκάφη κοντά της, το σάτσι στη φωτιά επάνω, τον πλάστη έτοιμο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έερ κατάρτεις, είναι χαζίρισσα λοημένη σου
(Όταν επιστρέψεις, θα είναι έτοιμη η αρραβωνιαστικιά σου, ενν. για το γάμο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Τσ̑ίπ είχαν dα χαζίρα
(Τα είχαν όλα έτοιμα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Φτένω χαζίρι
(Φτιάχνω έτοιμο˙ Ετοιμάζω)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Ασ' τα χαζι̂́ρια όνdενε τρως, το Χασάν Νταγι̂́ ντέ σε σ̑υφτάν'
(Όταν τρως από τα έτοιμα, δε σε φτάνει ούτε το Χασάν Ντάγ˙ Είναι εύκολο να ζητάς πολλά, όταν τα βρίσκεις όλα έτοιμα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Άες Γιώρκην τ’άβγο σου ένι γίρι
τζ̑ι απ’’α σ’αντιάσουνα είσαι χαζίρι ( Άγιε Γεώργιε, το άλογο σου είναι ψαρό
κι όπου κι αν σε θυμηθούν, είσαι έτοιμος) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. ταμάμ
τζ̑ι απ’’α σ’αντιάσουνα είσαι χαζίρι ( Άγιε Γεώργιε, το άλογο σου είναι ψαρό
κι όπου κι αν σε θυμηθούν, είσαι έτοιμος) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. ταμάμ