ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαζίρι (επίθ.) χαζίρι [xaˈziri] Φάρασ. χαζι̂́ρ [xaˈzɯr] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ. χαζίρ [xaˈzir] Σίλ., Σινασσ., Τελμ. χαζούρ [xaˈzur] Μισθ. Πληθ. χαζίρα [xaˈzira] Τσουχούρ., Φάρασ. Θηλ. χαζίρισσα [xaˈzirisa] Σίλ. Νεότ. ουσ. χαζίρι, το οπ. από το τουρκ. επίθ. hazır = έτοιμος, προετοιμασμένος, όπου και διαλεκτ. τύπ. hazir.
1. Έτοιμος ό.π.τ. : Όνταν ήσαν χαζι̂́ρια να κοιμερούν, το καμήλ' λάλ'σε πάλ' (Όταν ήταν έτοιμοι να κοιμηθούν, το καμήλι μίλησε πάλι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ούλ-λα κείνdαι χαζι̂́ρια (Όλα είναι έτοιμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τσίπ είχαν τα χαζίρα (Όλα τα είχαν έτοιμα) Φάρασ. -Παπαδ. Ποίκεν το χρειά χαζίρ (Ετοίμασε το φαγητο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Είσ̑εν το κούσ̑ι κονdά τ'ς, το σ̑ατσ̑ι ση νιστίαν πάνου, την αχλαβού χαζίρι (Είχε την ξύλινη σκάφη κοντά της, το σάτσι στη φωτιά επάνω, τον πλάστη έτοιμο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Έερ κατάρτεις, είναι χαζίρισσα λοημένη σου (Όταν επιστρέψεις, θα είναι έτοιμη η αρραβωνιαστικιά σου, ενν. για το γάμο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Τσ̑ίπ είχαν dα χαζίρα (Τα είχαν όλα έτοιμα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Φτένω χαζίρι (Φτιάχνω έτοιμο˙ Ετοιμάζω) Φάρασ. -Αναστασ. || Παροιμ. Ασ' τα χαζι̂́ρια όνdενε τρως, το Χασάν Νταγι̂́ ντέ σε σ̑υφτάν' (Όταν τρως από τα έτοιμα, δε σε φτάνει ούτε το Χασάν Ντάγ˙ Είναι εύκολο να ζητάς πολλά, όταν τα βρίσκεις όλα έτοιμα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Άες Γιώρκην τ’άβγο σου ένι γίρι
τζ̑ι απ’’α σ’αντιάσουνα είσαι χαζίρι
( Άγιε Γεώργιε, το άλογο σου είναι ψαρό
κι όπου κι αν σε θυμηθούν, είσαι έτοιμος)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Συνών. ταμάμ
2. Εύκολος Μισθ. : Ήταν χαζίρια φαγιά (Ήταν εύκολα φαγητά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. κολάι