ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαϊβανόκκο (ουσ. ουδ.) χαϊβανόκκο [xaivaˈnoko] Φάρασ. Από το ουσ. χαϊβάνι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Θωπευτ., ζώο, ζωάκι : Ήρταν τζ̑αι στο ορμάνι ατόνε τα ’πομεινά του ρουσ̑ού τα χαϊβανόκκα (Ήλθαν και από το δάσος κάποια άλλα ζωάκια του βουνού) Φάρασ. -Παπαδ. Αμ' πούα τα τσ̑αι 'γόρασ' λαΐκκο γλυτσ̑ύ γα να φά' το χαϊβανόκκο (Πήγαινε πούλα τα και αγόρασε λίγο γλυκό γάλα να φάει το ζωάκι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.