χαϊβανόκκο
(ουσ. ουδ.)
χαϊβανόκκο
[xaivaˈnoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. χαϊβάνι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Θωπευτ., ζώο, ζωάκι
:
Ήρταν τζ̑αι στο ορμάνι ατόνε τα ’πομεινά του ρουσ̑ού τα χαϊβανόκκα
(Ήλθαν και από το δάσος κάποια άλλα ζωάκια του βουνού)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Αμ' πούα τα τσ̑αι 'γόρασ' λαΐκκο γλυτσ̑ύ γα να φά' το χαϊβανόκκο
(Πήγαινε πούλα τα και αγόρασε λίγο γλυκό γάλα να φάει το ζωάκι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.