ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαιράζομαι (ρ.) χαιράζουμαι [çeˈrazume] Αραβαν. χαιραζιέμι [çeraˈzʝemi] Αόρ. χαιράστα [çeˈrasta] Αραβαν., Μισθ. Μτχ. χαιρασμένο [çerazˈmeno] Αραβαν. Aπό το ρ. χαίρομαι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άζω.
Χαίρομαι ό.π.τ. : Πατισ̑άχος χαιράστσ̑η, σηκώρη απάνω (Ο βασιλιάς χάρηκε, σηκώθηκε απάνω) Αραβαν. Ηύραν το κορίσ̑' πολύ χαιρασμένο (Βρήκαν το κορίτσι πολύ χαρούμενο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ούλ-λο κόσμος χαιραζότουν (Όλος ο κόσμος χαιρόταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εγώ χαιράστα, πήρι μι μάνα μ' να φάου μπεbελάκ (Εγώ χάρηκα, μου πήρε η μάνα μου να φάω φρουτόκρεμα Bebelac) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Α λαλήσ’ βοριάς, να χαιραστούν ρεσ̑πέρ’ (Αν φυσήξει ο βοριάς, χαρούν οι γεωργοί˙ Ο βοριάς ευνοεί τις καλλιέργειες ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. καρδίζομαι, χαιρινίσκω, χαίρομαι, χαρεύω :1, χοσλαντίζω