χαιράζομαι
(ρ.)
χαιράζουμαι
[çeˈrazume]
Αραβαν.
χαιραζιέμι
[çeraˈzʝemi]
Αόρ.
χαιράστα
[çeˈrasta]
Αραβαν., Μισθ.
Μτχ.
χαιρασμένο
[çerazˈmeno]
Αραβαν.
Aπό το ρ. χαίρομαι με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άζω.
Χαίρομαι
ό.π.τ.
:
Πατισ̑άχος χαιράστσ̑η, σηκώρη απάνω
(Ο βασιλιάς χάρηκε, σηκώθηκε απάνω)
Αραβαν.
Ηύραν το κορίσ̑' πολύ χαιρασμένο
(Βρήκαν το κορίτσι πολύ χαρούμενο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ούλ-λο κόσμος χαιραζότουν
(Όλος ο κόσμος χαιρόταν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Εγώ χαιράστα, πήρι μι μάνα μ' να φάου μπεbελάκ
(Εγώ χάρηκα, μου πήρε η μάνα μου να φάω φρουτόκρεμα Bebelac)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Α λαλήσ’ βοριάς, να χαιραστούν ρεσ̑πέρ’
(Αν φυσήξει ο βοριάς, χαρούν οι γεωργοί˙ Ο βοριάς ευνοεί τις καλλιέργειες )
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
καρδίζομαι, χαιρινίσκω, χαίρομαι, χαρεύω :1, χοσλαντίζω