χάζι
(ουσ. ουδ.)
χάζι
[ˈxazi]
Σινασσ.
χάζ'
[xaz]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. χάζι (βλ. Λεξ. Σομ., λ. dilletarsi), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. haz = ηδονή, ευχαρίστηση.
Ηδονή, ευχαρίστηση
Συνών.
γαναάτι :1, μεμνουνιέτι, χαβασιλίκι, χατίρι :2