ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβατίσι (ουσ. ουδ.) χαβατίσι [xavaˈtisi] Κίσκ., Φάρασ. Νεότ. ουσ. χαβατίσι (σε φαναριώτ. έγγρ. με τον πληθ. χαβατίσια), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. havadis = νέα, φήμες. Πβ. και Βυζ. Βαβυλων. 12 «Κανένα χαβαντήσι γράφει φημερίδα;".
Νέο, είδηση ό.π.τ. : Το χαβατίσι έφτασεν τζαι σα κοντινά τα χωρία (Το νέο έφτασε και στα κοντινά χωριά) Κίσκ. -Παπαδ. Συνών. χαμπάρι