χαβούτι
(ουσ. ουδ.)
χαβούτ'
[xaˈvut]
Ανακ., Σίλατ.
χαβούζι
[xaˈvuzi]
Αξ.
χαβούτους
[xaˈvutus]
Μισθ.
χαούτους
[xaˈutus]
Μισθ.
καβούτ'
[kaˈvut]
Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. havut (< αραβ. ḥawḍ) = είδος αλευριού από σιτηρά, όπου και τύπ. havuz (Καραποτόσογλου 2003: 219). Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. kavut = α) ψημένο σιτάρι για άλεση και το αλεσμένο αλεύρι β) πλιγούρι (Redhouse).
Αλεύρι πλιγουριού
ό.π.τ.
:
Χερεμούρ', χαούτους, ντεν έφα'ις απ' του χερεμύλ';
(Πλιγούρι, αλεύρι πλιγουριού δεν έφαγες αλεσμένο από το χερόμυλο;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Πβ.
αλεύρι, αποσινάδι :2, γουντουρούς, μιχτανούς, προσάλευρο :1