ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαβούτι (ουσ. ουδ.) χαβούτ' [xaˈvut] Ανακ., Σίλατ. χαβούζι [xaˈvuzi] Αξ. χαβούτους [xaˈvutus] Μισθ. χαούτους [xaˈutus] Μισθ. καβούτ' [kaˈvut] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. havut (< αραβ. ḥawḍ) = είδος αλευριού από σιτηρά, όπου και τύπ. havuz (Καραποτόσογλου 2003: 219). Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. kavut = α) ψημένο σιτάρι για άλεση και το αλεσμένο αλεύρι β) πλιγούρι (Redhouse).
Αλεύρι πλιγουριού ό.π.τ. : Χερεμούρ', χαούτους, ντεν έφα'ις απ' του χερεμύλ'; (Πλιγούρι, αλεύρι πλιγουριού δεν έφαγες αλεσμένο από το χερόμυλο;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πβ. αλεύρι, αποσινάδι :2, γουντουρούς, μιχτανούς, προσάλευρο :1