αλεύρι
(ουσ. ουδ.)
αλεύρι
[aˈlevri]
Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
'λεύρι
[ˈlevri]
Τσουχούρ., Φάρασ.
αλεύιρ
[aˈlevir]
Μισθ., Τροχ.
αλεύ'
[aˈlev]
Αξ.
αλέφ'
[aˈlef]
Τροχ.
Πληθ.
αλεύια
[aˈlevʝa]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. ἀλεύριν.
Αλεύρι
ό.π.τ.
:
'λευρού μύος
(αλευρόμυλος)
Φκόσ.
Λίγο αλεύρι και λίγο κιρές̑
(Λίγο αλεύρι και λίγος ασβέστης)
Φλογ.
-Dawk.
Είχαν πολύ αλεύ'
(Είχαν πολύ αλεύρι)
Αξ.
-Dawk.
Να πάου σου μύλους να μποίκου αλεύιρ
(Θα πάω στον μύλο να κάνω αλεύρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τ' αλευριγιού δου σουγκάτους
(Του αλευριού η ομελέτα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να πάρουμ’ λέκου κοτσ̑ί τσ̑αι ν’ αλέσουμι το ’λεύρι
(Να πάρουμε λίγο σιτάρι και να αλέσουμε το αλεύρι)
Τσουχούρ.
-VLACH
Κοσκουνώ τ' αλεύρι μ'
(Κοσκινίζω το αλεύρι μου)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Βρά’εις το γάλα, μάεις τσ̑ι τ’ αλεύιρ
(Βράζεις το γάλα, βάζεις και το αλεύρι)
Μισθ.
-VLACH
Πβ.
αποσινάδι, γουντουρούς, μιχτανούς, προσάλευρο :1, χαβούτι