ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλεύρι (ουσ. ουδ.) αλεύρι [aˈlevri] Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Φλογ. 'λεύρι [ˈlevri] Τσουχούρ., Φάρασ. αλεύιρ [aˈlevir] Μισθ., Τροχ. αλεύ' [aˈlev] Αξ. αλέφ' [aˈlef] Τροχ. Πληθ. αλεύια [aˈlevʝa] Αξ. Από το μεσν. ουσ. ἀλεύριν.
Αλεύρι ό.π.τ. : 'λευρού μύος (αλευρόμυλος) Φκόσ. Λίγο αλεύρι και λίγο κιρές̑ (Λίγο αλεύρι και λίγος ασβέστης) Φλογ. -Dawk. Είχαν πολύ αλεύ' (Είχαν πολύ αλεύρι) Αξ. -Dawk. Να πάου σου μύλους να μποίκου αλεύιρ (Θα πάω στον μύλο να κάνω αλεύρι) Μισθ. -Κοτσαν. Τ' αλευριγιού δου σουγκάτους (Του αλευριού η ομελέτα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να πάρουμ’ λέκου κοτσ̑ί τσ̑αι ν’ αλέσουμι το ’λεύρι (Να πάρουμε λίγο σιτάρι και να αλέσουμε το αλεύρι) Τσουχούρ. -VLACH Κοσκουνώ τ' αλεύρι μ' (Κοσκινίζω το αλεύρι μου) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Βρά’εις το γάλα, μάεις τσ̑ι τ’ αλεύιρ (Βράζεις το γάλα, βάζεις και το αλεύρι) Μισθ. -VLACH Πβ. αποσινάδι, γουντουρούς, μιχτανούς, προσάλευρο :1, χαβούτι