αλευρώνω
(ρ.)
αλευρώνου
[aleˈvronu]
Μισθ.
’λευρώνου
[leˈvronu]
Φάρασ.
Παθ.
αλευρούμαι
[aleˈvrume]
Καρατζάβ.
Νεότ. ρ. ἀλευρώνω, το οπ. από το ουσ. ἀλεύρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Αλευρώνω, πασπαλίζω με αλεύρι
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Αμπέσ’ πινdικός 'ς του σπίτ’ ντεν αλευρούται
(Ποντικός μέσα στο σπίτι του δεν αλευρώνεται˙ Για ανθρώπους που παριστάνουν τους σπουδαίους χωρίς να είναι)
Καρατζάβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ234