ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλευρώνω (ρ.) αλευρώνου [aleˈvronu] Μισθ. ’λευρώνου [leˈvronu] Φάρασ. Παθ. αλευρούμαι [aleˈvrume] Καρατζάβ. Νεότ. ρ. ἀλευρώνω, το οπ. από το ουσ. ἀλεύρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Αλευρώνω, πασπαλίζω με αλεύρι ό.π.τ. : || Φρ. Αμπέσ’ πινdικός 'ς του σπίτ’ ντεν αλευρούται (Ποντικός μέσα στο σπίτι του δεν αλευρώνεται˙ Για ανθρώπους που παριστάνουν τους σπουδαίους χωρίς να είναι) Καρατζάβ. -ΚΜΣ-ΚΠ234