ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλέφι (ουσ. ουδ.) αλέφ' [aˈlef] Σινασσ., Φερτάκ. αλάφι [aˈlafi] Φάρασ. αλάφ' [aˈlaf] Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. αλάβι [aˈlavi] Σίλ. Θηλ. αλάφη [aˈlafi] Αφσάρ. αλάφα [aˈlafa] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. alev = φλόγα, όπου και διαλεκτ. τύπ. alaf.
Φλόγα ό.π.τ. : Πήρεν αλάφ' (Πήρε φωτιά, έβγαλε φλόγα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Εικόνα μας δώκε ένα αλάφ' (Η εικόνα μας πέταξε μία φλόγα, καλός οιωνός) Ανακ. -Κωστ.Α. 'ς το ταγ το καφά ήταν ένα αλέφ' (Στου βουνού την κορυφή ήταν μιά φωτιά) Φερτάκ. -Αρχέλ. Συνών. λάβρα :1, λούλα :1