αλέφι
(ουσ. ουδ.)
αλέφ'
[aˈlef]
Σινασσ., Φερτάκ.
αλάφι
[aˈlafi]
Φάρασ.
αλάφ'
[aˈlaf]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
αλάβι
[aˈlavi]
Σίλ.
Θηλ.
αλάφη
[aˈlafi]
Αφσάρ.
αλάφα
[aˈlafa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. alev = φλόγα, όπου και διαλεκτ. τύπ. alaf.