αληθινούτσικος
(επίθ.)
'λτινούσκου
[ltiˈnusku]
Φάρασ.
Πληθ.
’λ’τινούσ’κα
[ltiˈnuska]
Φάρασ.
Aπό το επίθ. αληθινός, όπου και τύπ. αλτινός και το υποκορ. επίθμ. -ούτσικος.
1. Κατακόκκινος.
Συνών.
κιπκιρμιζί