ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αληθινούτσικος (επίθ.) 'λτινούσκου [ltiˈnusku] Φάρασ. Πληθ. ’λ’τινούσ’κα [ltiˈnuska] Φάρασ. Aπό το επίθ. αληθινός, όπου και τύπ. αλτινός και το υποκορ. επίθμ. -ούτσικος.
1. Κατακόκκινος. Συνών. κιπκιρμιζί
2. Στον πληθ., ως ουσ., η ιλαρά Φάρασ. Συνών. κιζαμίκι, τσιτσέκι
Τροποποιήθηκε: 19/12/2024