αληθινάδα
(ουσ. θηλ.)
αλ'χινάδα
[alçiˈnaða]
Μαλακ.
αχ'νάγια
[axnaˈʝa]
Αξ.
Από το επίθ. αληθινός = κόκκινος, όπου και τύπ. αλ'χνός και το παραγωγ. επίθμ. -άδα, με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ð]. Για την σημ., πβ. διαλεκτ. κοκκινάδι = κρόκος αβγού.
1. Ερυθρότητα, κόκκινο χρώμα
Μαλακ.