ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αληθινάδα (ουσ. θηλ.) αλ'χινάδα [alçiˈnaða] Μαλακ. αχ'νάγια [axnaˈʝa] Αξ. Από το επίθ. αληθινός = κόκκινος, όπου και τύπ. αλ'χνός και το παραγωγ. επίθμ. -άδα, με αποβολή του μεσοφωνηεντικού [ð]. Για την σημ., πβ. διαλεκτ. κοκκινάδι = κρόκος αβγού.
1. Ερυθρότητα, κόκκινο χρώμα Μαλακ.
2. Ο κρόκος του αβγού Αξ. Συνών. κρόκος