αλέτρισμα
(ουσ. ουδ.)
αλέτρισμα
[aˈletrizma]
Αραβαν.
Από το νεότ. ουσ. ἀλέτρισμα (βλ. Λεξ. Σομ. λ. ἀλέτρισμα).