ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλέμι (ουσ. ουδ.) αλέμι [aˈlemi] Φάρασ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. âlem = κόσμος, σύμπαν.
Κόσμος, οικουμένη : || Ασμ. Τον κόσμον και τ’ αλέμιν του τα κρατεί
Ένι το σίχτιν και το υπατέτι
(Aυτό που κρατάει τον κόσμο και την οικουμένη,
είναι η πίστη και η προσευχή
(κάλαντα Φώτων))
Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. γερ, κόσμος, ντουνιάς :1