αλέμι
(ουσ. ουδ.)
αλέμι
[aˈlemi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. âlem = κόσμος, σύμπαν.
Κόσμος, οικουμένη
:
|| Ασμ.
Τον κόσμον και τ’ αλέμιν του τα κρατεί
Ένι το σίχτιν και το υπατέτι (Aυτό που κρατάει τον κόσμο και την οικουμένη,
είναι η πίστη και η προσευχή
(κάλαντα Φώτων)) Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. γερ, κόσμος, ντουνιάς :1
Ένι το σίχτιν και το υπατέτι (Aυτό που κρατάει τον κόσμο και την οικουμένη,
είναι η πίστη και η προσευχή
(κάλαντα Φώτων)) Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. γερ, κόσμος, ντουνιάς :1