αλατζάς
(επίθ.)
αλαdζ̑ά
[alaˈʤa]
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ.
αλαdζά
[alaˈdza]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ., Χαλβάντ.
αλατσ̑άς
[alaˈtʃas]
Φάρασ.
αλασ̑ά
[alaˈʃa]
Ανακ.
αλανdζάς
[alanˈdzas]
Ανακ.
Από το νεότ. ουσ. ἀλαντζά = είδος ριγωτού υφάσματος (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. επίθ. alaca = α) ποικιλόχρωμος β) ως ουσ., ριγωτό ύφασμα γ) είδος σταφυλιού.
1. Παρδαλός, πολύχρωμος
ό.π.τ.
:
Αλαdζά φορτσ̑ές
(Παρδαλά ρούχα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αλαdζά πρόβατο
(Πρόβατο με ποικιλόχρωμο τρίχωμα, με ασπρόμαυρες βούλες)
Ανακ.
|| Φρ.
Αλαdζ̑ά γιορτουσού
(Παρδαλή γιορτή˙ Η 6η Αυγούστου, τότε που αρχίζουν και κοκκινίζουν τα σταφύλια)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το σταφύλ’ χιωρεί το σταφύλ’ και νίσ̑κεται αλαdζ̑ά
(το σταφύλι βλέπει το σταφύλι και κοκκινίζει˙ μαθαίνουμε όταν βλέπουμε τι κάνουν οι άλλοι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αλατζαλούς, τσιτσεκλής
2. Είδος ριγωτού υφάσματος
Μαλακ., Σίλ., Σινασσ.
:
’κόρασα ρυό αρσ̑ίνια ένα παρτσ̑ά αλαdζά
(Αγόρασα ένα κομμάτι αλατζά δυο πήχες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πβ.
σεϊταρί
3. Ως ουσ., λευκοί λεκέδες στο δέρμα, η ασθένεια αλωπεκίαση για ανθρώπους και φυτά
:
Αλανdζάς πέφτει σο αμbέλ'
(Το αμπέλι έπαθε αλωπεκίαση)
Ανακ.
-Κωστ.Α.