ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλατζάς (επίθ.) αλαdζ̑ά [alaˈʤa] Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ. αλαdζά [alaˈdza] Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ., Χαλβάντ. αλατσ̑άς [alaˈtʃas] Φάρασ. αλασ̑ά [alaˈʃa] Ανακ. αλανdζάς [alanˈdzas] Ανακ. Από το νεότ. ουσ. ἀλαντζά = είδος ριγωτού υφάσματος (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. επίθ. alaca = α) ποικιλόχρωμος β) ως ουσ., ριγωτό ύφασμα γ) είδος σταφυλιού.
1. Παρδαλός, πολύχρωμος ό.π.τ. : Αλαdζά φορτσ̑ές (Παρδαλά ρούχα) Μισθ. -Κοτσαν. Αλαdζά πρόβατο (Πρόβατο με ποικιλόχρωμο τρίχωμα, με ασπρόμαυρες βούλες) Ανακ. || Φρ. Αλαdζ̑ά γιορτουσού (Παρδαλή γιορτή˙ Η 6η Αυγούστου, τότε που αρχίζουν και κοκκινίζουν τα σταφύλια) Ουλαγ. -Κεσ. || Παροιμ. Το σταφύλ’ χιωρεί το σταφύλ’ και νίσ̑κεται αλαdζ̑ά (το σταφύλι βλέπει το σταφύλι και κοκκινίζει˙ μαθαίνουμε όταν βλέπουμε τι κάνουν οι άλλοι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αλατζαλούς, τσιτσεκλής
2. Είδος ριγωτού υφάσματος Μαλακ., Σίλ., Σινασσ. : ’κόρασα ρυό αρσ̑ίνια ένα παρτσ̑ά αλαdζά (Αγόρασα ένα κομμάτι αλατζά δυο πήχες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Πβ. σεϊταρί
3. Ως ουσ., λευκοί λεκέδες στο δέρμα, η ασθένεια αλωπεκίαση για ανθρώπους και φυτά : Αλανdζάς πέφτει σο αμbέλ' (Το αμπέλι έπαθε αλωπεκίαση) Ανακ. -Κωστ.Α.