αλατερή
(ουσ.)
αλατερή
[alateˈri]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ.
αλατιρή
[alatiˈri]
Αραβαν., Τροχ.
αλατερό
[alateˈro]
Σινασσ.
Από το ουσ. ἅλας (θ. αλατ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ερός -η -ο. Πβ. νεότ. ουσ. ἁλατερὸν = αλατιέρα (Λεξ. Σομ., λ. ἀλατερόν).
Αλατιέρα, αλατοδοχείο
ό.π.τ.
:
Nτ’ αλατερή πούρτα 'νι;
(H αλατιέρα πού είναι;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
τουζλούχι