αλάς
(επίθ.)
αλάς
[aˈlas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. ala = χρωματιστός.
Ζώο με λευκά στίγματα, βούλες
:
Tο βόιδι μου έν' αν αλάς βόιδι
(Το βόδι μου είναι ένα βόδι με λευκές βούλες)
Φάρασ.
-Dawk.
Πβ.
σακάρι