αλ
(επίθ.)
αλ
[al]
Αξ., Δίλ., Μισθ.
άλια
[ˈaʎa]
Μαλακ., Φλογ.
Aπό το τουρκ. επίθ. al = α) κόκκινος β) για άλογα, πυρρό-καφέ γ) ως ουσ., ρουζ. Πβ. την διαλεκτ. φρ. al vala = μεταξωτό πέπλο κόκκινου χρώματος. Πβ. ν.ε. άλικος = κόκκινος.
2. Ως ουσ., νυφικό πέπλο
ό.π.τ.
:
Σ̑κέπαναν και το πρόσωπό τ’ με το άλια, γιασμά, μη να το μάθ’νε
(Σκέπαζαν και το πρόσωπό της με το πέπλο, το γιασμάκι, για να μην την γνωρίσουν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
κιβράκι