ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλ (επίθ.) αλ [al] Αξ., Δίλ., Μισθ. άλια [ˈaʎa] Μαλακ., Φλογ. Aπό το τουρκ. επίθ. al = α) κόκκινος β) για άλογα, πυρρό-καφέ γ) ως ουσ., ρουζ. Πβ. την διαλεκτ. φρ. al vala = μεταξωτό πέπλο κόκκινου χρώματος. Πβ. ν.ε. άλικος = κόκκινος.
1. Κόκκινος Μισθ. Συνών. αληθινός, γιζίλι, κιρμιζί, σαρής
2. Ως ουσ., νυφικό πέπλο ό.π.τ. : Σ̑κέπαναν και το πρόσωπό τ’ με το άλια, γιασμά, μη να το μάθ’νε (Σκέπαζαν και το πρόσωπό της με το πέπλο, το γιασμάκι, για να μην την γνωρίσουν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. κιβράκι