ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακσάμιναν (επίρρ.) αχσ̑άμι̂ναν [aˈxʃamɯnan] Φλογ. αχσ̑άμονα [axˈʃamona] Φλογ. Από το τουρκ. επίρρ. akşamınan = το βράδυ.
Κατά το βράδυ ό.π.τ. : Αχσ̑άμι̂ναν παίν'νε ντα ναίκες σο qονάχ' (Κατά το βράδυ πηγαίνουν οι γυναίκες στο παλάτι) Φλογ. -Dawk. Αχσ̑άμονα παίρισ̑καμ' ασ' σα μνήματα, φέρισ̑καμ' τα σο σπίτ' (Αποβαρδύς τα παίρναμε (τα κόκκαλα) από το νεκροταφείο, τα φέρναμε στο σπίτι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αποσπερίς, αποσπερού, αψαργάς