ακσάμιναν
(επίρρ.)
αχσ̑άμι̂ναν
[aˈxʃamɯnan]
Φλογ.
αχσ̑άμονα
[axˈʃamona]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίρρ. akşamınan = το βράδυ.
Κατά το βράδυ
ό.π.τ.
:
Αχσ̑άμι̂ναν παίν'νε ντα ναίκες σο qονάχ'
(Κατά το βράδυ πηγαίνουν οι γυναίκες στο παλάτι)
Φλογ.
-Dawk.
Αχσ̑άμονα παίρισ̑καμ' ασ' σα μνήματα, φέρισ̑καμ' τα σο σπίτ'
(Αποβαρδύς τα παίρναμε (τα κόκκαλα) από το νεκροταφείο, τα φέρναμε στο σπίτι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
αποσπερίς, αποσπερού, αψαργάς