ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ακσαμλατίζω (ρ.) αχσαμλατίζου [axsamlaˈtizu] Τσουχούρ. Από τον αόρ. akşamladı του τουρκ. ρ. akşamlamak = α) διαμένω κάπου μέχρι το βράδυ β) περνώ την ώρα μου το βράδυ, όπου και διαλεκτ. τύπ. ahşamlamak.
Κάνω βραδινή επίσκεψη : Το βραδύ πααίνκανι σις γονdσ̑ήδοι ή σις χ’σίμοι μο τον τσ̑ιρά να αχσαμλατίσουνι, να δεβάσουνι το σαχάτι (Το βράδυ πήγαιναν στους γείτονες ή στους συγγενείς με το λυχνάρι να κάνουν βραδινή επίσκεψη, να περάσουν την ώρα τους) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.