ακσαμλατίζω
(ρ.)
αχσαμλατίζου
[axsamlaˈtizu]
Τσουχούρ.
Από τον αόρ. akşamladı του τουρκ. ρ. akşamlamak = α) διαμένω κάπου μέχρι το βράδυ β) περνώ την ώρα μου το βράδυ, όπου και διαλεκτ. τύπ. ahşamlamak.
Κάνω βραδινή επίσκεψη
:
Το βραδύ πααίνκανι σις γονdσ̑ήδοι ή σις χ’σίμοι μο τον τσ̑ιρά να αχσαμλατίσουνι, να δεβάσουνι το σαχάτι
(Το βράδυ πήγαιναν στους γείτονες ή στους συγγενείς με το λυχνάρι να κάνουν βραδινή επίσκεψη, να περάσουν την ώρα τους)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.