ακσαμτσιλίκι
(ουσ. ουδ.)
αχσαμτσιλίκι
[axsamtsiˈlici]
Σινασσ.
Πληθ.
ακσαμτζιλίκια
[aksamdziˈlica]
Σινασσ.
Από το τουρκ. oυσ. akşamcılık = βραδινή διασκέδαση και οινοποσία.